- καθεύδω
- καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α)1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαι («οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ' ἡμέραν», Πλάτ.)2. μένω άπρακτος3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.)4. περνώ τη νύχτα5. (για νεκρούς) κοιμάμαι τον ύπνο τού θανάτου («καθεύδοντες ἐν τάφῳ», ΠΔ)6. (για πράγματα) παραμένω αργός, σε ησυχία, ησυχάζω, παύω να χρησιμοποιούμαι («ἐλπίδες δ' οὔπω καθεύδουσ'«, Ευρ.)7. φρ. «ἐκ τοῡ καθεύδοντος» — από την κατάσταση τού ύπνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εὕδω «κοιμάμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.